- αδιακύβευτος
- η , ο [ος , ον ] не подвергшийся опасности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιακύβευτος — η, ο [διακυβεύω] αυτός που δεν διακινδύνευσε, που δεν εκτέθηκε σε κίνδυνο … Dictionary of Greek
αδιακύβευτος — η, ο αυτός που δε διακυβεύτηκε, δεν εκτέθηκε σε κίνδυνο: Αυτό που εννοούσε να μείνει οπωσδήποτε αδιακύβευτο ήταν η τιμή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)